Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατὰ τοῦ

См. также в других словарях:

  • κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ιστορίας του Κυπριακού Νομίσματος — Στεγάζεται σε ένα μικρό χώρο του ισογείου στο κτίριο διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου (Στασίνου 51, Αγία Παρασκευή Λευκωσίας). Η πλούσια συλλογή παρουσιάζεται σε εννέα ιστορικές ενότητες, που συνοδεύονται από ενημερωτικά κείμενα. Τα νομίσματα… …   Dictionary of Greek

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσου, θέατρο του- — Αρχαίο θέατρο της Αθήνας, στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης. Το θέατρο αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1838. Σήμερα διασώζονται τα κύρια αρχιτεκτονικά του στοιχεία, όπως η ορχήστρα, το κοίλο και η σκηνή. Οι πληροφορίες σχετικά …   Dictionary of Greek

  • Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου …   Dictionary of Greek

  • Θανάτου, Κοιλάδα του- — (Death Valley). Βαθύ τεκτονικό ρήγμα στη νοτιοανατολική Καλιφόρνια των ΗΠΑ, κοντά στα σύνορα Καλιφόρνια και Νεβάδα. Εκτείνεται από τα Β προς τα Ν σε μήκος περίπου 225 χλμ., ενώ το πλάτος της κυμαίνεται από 6 έως 26 χλμ. Πλαισιώνεται από τις… …   Dictionary of Greek

  • Λεοπόλδος του Μπάμπενμπουργκ — Όνομα μαργράβων (τίτλος ευγενείας και το αξίωμα του διοικητή παραμεθόριων περιοχών στην Ευρώπη, ανάλογο με τον βυζαντινό ακρίτα) της Αυστρίας, μελών του οίκου των Μπάμπενμπουργκ, ο οποίος ηγεμόνευσε στην Αυστρία από το 976 έως το 1246, με έδρα το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»